στηθόδεσμος

στηθόδεσμος
ο
1. είδος γυναικείου ενδύματος, σουτιέν.
2. ορθοπεδικό όργανο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στηθόδεσμος — ο, ΝΑ ειδικός επίδεσμος που χρησιμεύει για τη συγκράτηση τού γυναικείου στήθους, κν. σουτιέν νεοελλ. 1. ελαστικός ζωστήρας για τον θώρακα ή τη μέση τών γυναικών, κν. κορσές 2. ιατρ. (κυρίως σε περιπτώσεις παθήσεων τής σπονδυλικής στήλης ή… …   Dictionary of Greek

  • στηθοδέσμους — στηθόδεσμος breast band masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηθόδεσμον — στηθόδεσμος breast band masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηθοδέσμη — ἡ, Α στηθόδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί στηθόδεσμος] …   Dictionary of Greek

  • στηθοδέσμιο — τὸ, Α [στηθόδεσμος] υποκορ. τού στηθόδεσμος …   Dictionary of Greek

  • στηθοδεσμία — ἡ, Α [στηθόδεσμος] στηθόδεσμος …   Dictionary of Greek

  • στηθοδεσμίς — ίδος, ἡ, ΜΑ στηθόδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στηθόδεσμος + κατάλ. ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

  • απόδεσμος — ἀπόδεσμος, ο (Α) [αποδέω (Ι)] 1. στηθόδεσμος, ζώνη 2. δέμα, κομπόδεμα …   Dictionary of Greek

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”